- μεταγενέστερος
- η , ο [α, ον] последующий, дальнейший, позднейший;
οι μεταγενέστεροςοι — потомки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οι μεταγενέστεροςοι — потомки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταγενέστερος — masc nom sg μεταγενής born after masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενέστερος — η, ο (ΑM μεταγενέστερος, έρα, ον) 1. αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, κατοπινός, υστερόχρονος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι αυτοί που ανήκουν σε νεώτερη γενιά, οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον… … Dictionary of Greek
μεταγενέστερος — η, ο αυτός που ανήκει σε νεότερη εποχή, ο κατοπινός: Οι μεταγενέστερες έρευνες οδήγησαν στην εξιχνίαση του εγκλήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταγενεστέρων — μεταγενέστερος fem gen pl μεταγενέστερος masc/neut gen pl μεταγενής born after fem gen comp pl μεταγενής born after masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενέστερον — μεταγενέστερος masc acc sg μεταγενέστερος neut nom/voc/acc sg μεταγενής born after adverbial comp μεταγενής born after masc acc comp sg μεταγενής born after neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενεστέραις — μεταγενέστερος fem dat pl μεταγενής born after fem dat comp pl μεταγενεστέρᾱͅς , μεταγενής born after fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενεστέροις — μεταγενέστερος masc/neut dat pl μεταγενής born after masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενεστέρου — μεταγενέστερος masc/neut gen sg μεταγενής born after masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενεστέρους — μεταγενέστερος masc acc pl μεταγενής born after masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενεστέρῳ — μεταγενέστερος masc/neut dat sg μεταγενής born after masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενέστερα — μεταγενέστερος neut nom/voc/acc pl μεταγενής born after neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)